παραβαλανεύς

παραβαλανεύς
-έως, ὁ, Μ
νοσοκόμος μοναχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + βαλανεύς «υπηρέτης βαλανείου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραβολάνος — και παραβαλᾱνος, ὁ, Α συν. στον πληθ. οἱ παραβολᾱνοι και παραβαλᾱνοι πρόσωπα ταγμένα στην υπηρεσία τής Εκκλησίας και επιφορτισμένα να θάβουν νους νεκρούς, ιδίως όσους είχαν πεθάνει από λοιμώδεις νόσους, κατά την πρώτη χριστιανική περίοδο, τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”